Πληθυσμιακές Εξάρσεις Μεδουσών στην Κύπρο
Λόγω αύξησης της θερμοκρασίας στα νερά της Μεσογείου
Ο πρόσφατος εντοπισμός αυξημένων αριθμών μεδουσών εντός του αλιευτικού καταφυγίου Κάτω Πύργου αναδεικνύει, για ακόμη μια φορά, το ζήτημα της έλευσης στη θαλάσσια περιοχή μας νέων ειδών, που σε κάποιες περιπτώσεις θέτουν σε κίνδυνο τον άνθρωπο.
Της Μαρίας Αριστείδου
Όπως ανέφερε στην «ΠΑ» ο Γιώργος Φυττής, ειδικός επιστήμονας στο Ωκεανογραφικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου, τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται αυξημένες πληθυσμιακές εξάρσεις των μεδουσών στη Μεσόγειο. Σύμφωνα με τον κ Φυττή, οι παράγοντες που ευνοούν τις πληθυσμιακές εξάρσεις των μεδουσών είναι δύο: η αύξηση της θερμοκρασίας και η υπεραλίευση. Η αύξηση της θερμοκρασίας των νερών της λεκάνης της Μεσογείου είναι ο παράγοντας που οδήγησε στην είσοδο ξενικών ειδών από την Ερυθρά θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό στην Μεσόγειο διαμέσου της διώρυγας του Σουέζ και στην αύξηση της περιόδου αναπαραγωγής των μεδουσών, καθώς είναι γνωστό πως αρκετά από τα είδη αναπαράγονται σε θερμά νερά από την εαρινή μέχρι και την φθινοπωρινή περίοδο. Επιπρόσθετα, όπως σημειώνει, η υπεραλίευση μεγάλων ψαριών π.χ. τόνων, αφαιρεί τους θηρευτές των μεδουσών και αφήνει κενό στο τροφικό επίπεδο που τρέφεται με ζωοπλαγκτόν, την ομάδα οργανισμών που αποτελεί μέρος της διατροφής των μεδουσών. Αυτό δίνει πλεονέκτημα στις μέδουσες καθώς υπάρχει σταδιακή μείωση των ανταγωνιστών τους.
Ο κ. Φυττής τόνισε επίσης ότι λόγω της ενδεχόμενης αύξησης των φαινομένων πληθυσμιακών εξάρσεων μεδουσών και την πιθανή εξάπλωση τους σε άλλες περιοχές της Κύπρου, υπάρχει μεγάλη ανάγκη δημιουργίας ενός οργανωμένου σχεδίου δράσης από την Πολιτεία για αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων που μπορούν να πλήξουν την αλιεία και τον τουρισμό μας. Σύμφωνα με τον κ. Φυττή, πρόσφατες έρευνες κατέδειξαν ότι αφθονεί περισσότερο στις θάλασσες μας το είδος Μnemiopsis leidyi, ενώ έγινε καταγραφή των ειδών Cassiopea sp., Carybdea sp., Chrysaora sp., Rhopilema sp., Pelagia noctiluca και Aurelia aurita (κοιν. Γυαλί).
Το Ωκεανογραφικό Κέντρο, με αφορμή την καταγραφή του είδους Cassiopea andromeda, υπενθυμίζει στο κοινό ότι το Κέντρο ζητά τη βοήθεια των πολιτών (κολυμβητές, τουρίστες, ιδιοκτήτες σκαφών ψυχαγωγίας, κτλ.) και φορέων και οργανωμένων συνόλων που ασχολούνται με τη θάλασσα, για να συνδράμουν στην αναφορά των ειδών μεδουσών που υπάρχουν στις θάλασσες μας. Η συμμετοχή του κοινού στον εντοπισμό και καταγραφή των μεδουσών, είτε ως μεμονωμένα άτομα, είτε στην παρακολούθηση του φαινομένου δημιουργίας πληθυσμιακών εξάρσεων είναι πολύτιμη. Αν εντοπίσετε λοιπόν μεμονωμένα άτομα μεδουσών ή ομάδες από μέδουσες με τα χαρακτηριστικά των ειδών που υπάρχουν πάνω στην αφίσα που διατίθεται από το Ωκεανογραφικό Κέντρο, είναι πολύ σημαντικό να στείλετε με μια φωτογραφία, αν υπάρχει, τις ακόλουθες πληροφορίες στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Ωκεανογραφικού Κέντρου jellywatch@ucy.ac.cy:
– Ονοματεπώνυμο και τηλέφωνο παρατηρητή.
– Ονομασία μέδουσας.
– Περιοχή (Τοπωνύμιο ή/και συντεταγμένες): ακτή, ρηχά νερά, ανοιχτή θάλασσα.
– Συνολικός αριθμός μεδουσών: λιγότερες από 10, 10-100, 100-500, 500-1000, περισσότερες από 1000.
– Αριθμός μεδουσών ανά τετραγωνικό μέτρο: λιγότερες από 10, 10-100, 100-500, περισσότερες από 500.
– Απόσταση μεταξύ μεδουσών: 10εκ., λιγότερο από 1μ, 1-5μ, 5-10μ, 10-20μ, περισσότερα από 20μ.
– H παρατήρηση έγινε κατά τη διάρκεια: ψαρέματος, ταξιδιού με σκάφος, κατάδυσης, κολύμβησης, περιπάτου στην ακτή.
Μεγάλος πληθυσμός του Cassiopea andromeda στον Κ. Πύργο
Σχετικά με την παρουσία μεδουσών στον Κ. Πύργο, το Ωκεανογραφικό Κέντρο, στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού προγράμματος “JellyWatch” για την παρακολούθηση των μεδουσών στην Μεσόγειο, στο οποίο συμμετέχει, αντιπροσωπεύοντας την χώρα μας, εντόπισε μετά από επιτόπια επίσκεψη στον Κάτω Πύργο μεγάλο πληθυσμό μεδουσών του είδους Cassiopea andromeda. Όπως δήλωσε στην «ΠΑ» ο κ. Φυττής, πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία στο χώρο του αλιευτικού καταφυγίου Κάτω Πύργου και επισκόπηση της παραλιμένιας περιοχής, όπου διαπιστώθηκε η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ατόμων της σκυφομέδουσας Cassiopea andromeda, ο οποίος περιορίζεται κυρίως στον πυθμένα, εντός του καταφυγίου.
«To συγκεκριμένο είδος αποτελεί λεσεψιανό μετανάστη, προερχόμενο από τη Ερυθρά Θάλασσα, μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Έχει καταγραφεί το 1903 για πρώτη φορά στην παράκτια περιοχή της Κύπρου και έκτοτε αποτελεί κοινό είδος για τις θάλασσες μας και γενικότερα την Ανατολική Μεσόγειο, αφού παρουσιάζει εξάπλωση στο Ισραήλ, Λίβανο, Τουρκία, Αιγαίο και πρόσφατα στην Κεντρική Μεσόγειο, αφού καταγράφηκε το 2009 σε λιμάνι της Μάλτας», εξήγησε ο κ. Φυττής. Όπως ανέφερε ο ίδιος, το είδος Cassiopea andromeda αρέσκεται σε θερμά και αβαθή νερά, περιοριζόμενο στην μεσοπαραλιακή και ανώτερη υποπαραλιακή ζώνη, και σε συνθήκες μειωμένου κυματισμού, ενώ προσαρμόζεται σε αμμώδη και λασπώδη υποστρώματα με πολύ λεπτόκοκκο ίζημα. Αυτός ενδεχομένως να είναι και ο λόγος που παρουσιάζει μεγάλη αφθονία στο αλιευτικό καταφύγιο Κάτω Πύργου, αφού οι πιο πάνω συνθήκες επικρατούν στο χώρο και σε συνδυασμό με την μειωμένη ανανέωση των υδάτων του χώρου, συμβάλουν στην προσαρμογή του είδους και αύξηση του πληθυσμού του, εντός του καταφυγίου.
Ο λόγος εισόδου του εν λόγω είδους στο αλιευτικό καταφύγιο, ενδεχομένως να οφείλεται σε μεταφορά του, μέσω ερμάτων πλοίων, πιθανόν κατά τη διάρκεια πραγματοποίησης διορθωτικών έργων στο αλιευτικό καταφύγιο, πριν από περίπου 2 χρόνια και στα θαλάσσια ρεύματα που μεταφέρουν θερμά νερά από την ανατολικότερη περιοχή της Λεβαντίνης.
Το είδος Cassiopea andromeda χαρακτηρίζεται από καφέ χρωματισμό και επίπεδη “ομπρέλα” μήκους μέχρι περίπου 12cm. Οι κεραίες της δεν εκτείνονται πάρα πολύ σε μήκος από τα όρια της “ομπρέλας” της και είναι οχτώ σε αριθμό, ενώ κάθε μια από αυτές αποτελείται από 4-6 βραχίονες με πάρα πολλές διακλαδώσεις. Το κύριο χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα είδη μεδουσών είναι ότι κολυμπά ανάποδα στη στήλη του νερού, με την “ομπρέλα” κάτω και τις κεραίες πάνω (upside – down jellyfish) και με την ίδια μορφή παρατηρείται να επικάθεται στον πυθμένα της θάλασσας.
Το πρόγραμμα “JellyWatch”
Η έλλειψη χρηματοδότησης και κατά συνέπεια η ύπαρξη ελάχιστών ερευνητών που έχουν επιστημονικές γνώσεις για τους “ζελατινώδεις” αυτούς οργανισμούς είχε ως αποτέλεσμα την σποραδική μελέτη τους, κυρίως σε περιπτώσεις που η εκρηκτική αύξηση των πληθυσμών τους προκαλούσε επιζήμιες συνέπειες στην οικονομία των χωρών. Ως αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι η έλλειψη βασικών γνώσεων για την οικολογία των μεδουσών όπως επίσης και των τρόπων διαχείρισης του φαινομένου υπερβολικής αύξησης των πληθυσμών τους. Προσπαθώντας να καλύψουν τα κενά, οι αρμόδιοι ευρωπαϊκοί φορείς υιοθέτησαν προγράμματα για την παρακολούθηση του φαινομένου αυτού. Όπως ανάφερε ο κ. Φυττής, μια από αυτές τις προσπάθειες ευρίσκεται σε εξέλιξη μέσω της Διεθνούς Επιτροπής για την Επιστημονική Εξερεύνηση της Μεσογείου (CIESM – International Commission for the Scientific Exploration of the Mediterranean Sea), ένας οργανισμός στον οποίο μετέχουν 22 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος. Το 2008, λοιπόν, τέθηκε σε εφαρμογή το πρόγραμμα “JellyWatch”, αρχικά σε πιλοτική βάση, που μετέπειτα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Μεσόγειο, με κύριο στόχο τον εντοπισμό και την παρακολούθηση των μεδουσών. Στο “JellyWatch” συμμετέχουν 10 χώρες μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, μέσω του Ωκεανογραφικού Κέντρου, από το 2011.
Οι κεραίες τους φτάνουν μέχρι και τα 35-40μ.
Οι μέδουσες ανήκουν στο φύλο των Κνιδοζώων (ελλην. κνίδη, τσουκνίδα + ζώο). Είναι οργανισμοί με πολύ αρχαίες καταβολές καθώς εμφανίστηκαν στη γη πριν από περίπου 540 εκατομμύρια χρόνια. Έχουν πολύ απλή οργάνωση, αλλά αποτελεσματική, και αυτό είναι που εξασφάλισε την προσαρμογή και επιβίωση τους σε όλους τους ωκεανούς και τις θάλασσες, ακόμα και σε γλυκά νερά και σε ένα μεγάλο εύρος θερμοκρασιών για τόσα εκατομμύρια χρόνια. Αποτελούνται κατά 95% από νερό και ποικίλουν σε χρωματισμούς και μεγέθη. Οι περισσότερες είναι διαφανείς ή ημι-διαφανείς και η διάμετρος τους κυμαίνεται από μερικά χιλιοστά μέχρι και 2μ, ενώ οι κεραίες τους μπορεί να φτάνουν μέχρι και τα 35-40μ. Ο κ. Φυττής ανέφερε ότι έχουν σημαντικό ρόλο στην θαλάσσια τροφική αλυσίδα καθώς τρέφονται με πλαγκτόν, καρκινοειδή, μικρά ψάρια και άλλες μέδουσες, ενώ θηρευτές τους αποτελούν οι τόνοι, οι καρχαρίες, οι ξιφίες, οι σολομοί και οι θαλάσσιες χελώνες. Οι νηματοκύστεις ή αλλιώς κνιδοκύτταρα που έχουν πάνω στις κεραίες τους είναι το εργαλείο που χρησιμοποιούν για να παγιδεύουν το θήραμα τους, καθώς περιέχουν ένα είδος νευροτοξίνης. Οι νηματοκύστεις εκτοξεύονται ακούσια όταν οι κεραίες έρθουν σε επαφή με ξένο σώμα, προκαλώντας έγχυση της νευροτοξίνης σε αυτό. Οι νηματοκύστεις είναι αυτές που προσέδωσαν την ονομασία “τσούχτρες” στις μέδουσες, καθώς το τσίμπημα τους μπορεί να επιφέρει στον άνθρωπο από απλές αλλεργικές αντιδράσεις, μέχρι και θάνατο από καρδιακή προσβολή, ανάλογα με το είδος της μέδουσας και την ποσότητα της νευροτοξίνης που έχει. Ο ειδικός επιστήμονας του Ωκεανογραφικού Κέντρου διευκρίνισε όμως ότι «δεν είναι όλες οι μέδουσες “τσούχτρες”, καθώς η πλειοψηφία από αυτές δεν επιφέρει καμιά συνέπεια στον ανθρώπινο οργανισμό».