Κλιμακώνεται ο αγώνας για τη Χερσόνηνο του Ακάμα
Η Πρωτοβουλία για τη Διάσωση των Φυσικών Ακτών “θα συνεχίσει και θα κλιμακώσει τον αγώνα της, σε συνεργασία με άλλες περιβαλλοντικές και επιστημονικές οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, έχοντας ως στόχο την προστασία του περιβάλλοντος, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την αποκατάσταση των οικοτόπων της Χερσονήσου του Ακάμα”.
Σε ανακοίνωσή της η Πρωτοβουλία αναφέρει ότι θα συνεχιστεί ο αγώνας “για την ευημερία των τοπικών κοινοτήτων, τη διαφύλαξη του δημόσιου συμφέροντος και την προάσπιση των κοινών αγαθών από οποιαδήποτε οικονομικά συμφέροντα και πολιτικές σκοπιμότητες”. Προσθέτει ότι “η Χερσόνησος του Ακάμα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κοινής φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς όλων μας και γι’ αυτό πρέπει να προστατευθεί και να προβληθεί ως μία περιοχή με ιδιαίτερο οικολογικό, φυσιολατρικό, επιστημονικό, αρχαιολογικό, αρχιτεκτονικό και κοινωνικό ενδιαφέρον, σε παγκύπρια, πανευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα”. Η Πρωτοβουλία για τη Διάσωση των Φυσικών Ακτών αναφέρει ότι “σύμφωνα με τις παρατηρήσεις και εισηγήσεις της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να προχωρήσει στην επαναξιολόγηση των αποτελεσμάτων χαρτογράφησης της περιοχής του Δικτύου Natura 2000 `ΤΚΣ Χερσόνησος Ακάμα` και των προτάσεων των περιβαλλοντικών μη-κυβερνητικών οργανώσεων”. Επίσης η Κυπριακή Δημοκρατία, πρέπει “να διευρύνει κηρυχθείσες (Δάσος Πάφου) ή/και να συμπεριλάβει νέες (Εθνικό Δασικό Πάρκο Λιοπετρίου) περιοχές στο Δίκτυο Natura 2000, έτσι ώστε να καλυφθεί η αντιπροσωπευτικότητα των συγκεκριμένων πέντε τύπων φυσικών οικοτόπων”.
Η Πρωτοβουλία για τη Διάσωση των Φυσικών Ακτών αναφέρει ότι “οι ισχυρισμοί και τα αιτήματα που παρατίθενται σε ανακοίνωση του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Γης Ακάμα, με τίτλο `Επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για Ακάμα` και ημερομηνία 2/12/2016, είναι αβάσιμα και παραπλανητικά”. Καταλήγοντας σημειώνει ότι “τυχόν υιοθέτηση και εκπλήρωση των αιτημάτων του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Γης Ακάμα από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα συνιστούσε παραβίαση του περιβαλλοντικού δικαίου, σε επίπεδο κυπριακής νομοθεσίας, κοινοτικών οδηγιών και διεθνών συμβάσεων”.