Δεν έχουμε βρει ακόμη εξωγήινους εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής – Του David Waltham*

ufo

Δεν έχουμε βρει ακόμη εξωγήινους εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής – Του David Waltham*

ufo

Όταν ρωτήθηκε κάποτε ο Ενρίκο Φέρμι – διάσημος Ιταλός φυσικός, ο οποίος τιμήθηκε το 1938 με το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής και που διατύπωσε τη θεωρία για την εξήγηση της ακτινοβολίας β από ραδιενεργά σώματα – για την εξωγήινη ζωή σε άλλους πλανήτες, εκείνος είχε απαντήσει απλά: “Πού είναι όμως αυτοί;”.


Το “παράδοξο του Φέρμι” μιλά για την πιθανότητα να βρεθεί νοήμων εξωγήινη ζωή. Ο Ενρίκο Φέρμι είχε υποστηρίξει τη δεκαετία του 1940 ότι “αν υπάρχουν τόσοι νοήμονες πολιτισμοί, πού είναι και γιατί δεν έχουμε βρει ίχνη από αυτούς;”.


Κατά τη διάρκεια των χρόνων έχουν προταθεί πολλές πιθανές εξηγήσεις ως προς το γιατί δεν έχουμε δει ακόμη κάποιο σημάδι εξωγήινης ζωής. Ωστόσο, με κάθε νέα ανακάλυψη κάποιου πιθανού κατοικήσιμου πλανήτη, το “παράδοξο του Φέρμι” γίνεται ολοένα και πιο… μυστηριώδες.


Γιατί, λοιπόν, δεν έχουμε δει ακόμη κάποιο ίχνος ανεπτυγμένου πολιτισμού να “εξαπλώνεται” στο σύμπαν; Ίσως η απάντηση στο ερώτημα αυτό να “κρύβεται” πίσω από την κλιματική αλλαγή.


Δεν είναι ότι οι ανεπτυγμένοι πολιτισμοί καταστρέφονται με την υπερθέρμανση της βιόσφαιράς τους (παρότι κι αυτό είναι μια πιθανότητα). Αντίθετα, ακριβώς επειδή τα αστέρια γίνονται πιο φωτεινά καθώς γερνούν, οι περισσότεροι πλανήτες με ένα καταρχήν φιλικό προς τη ζωή κλίμα, γίνονται τόσο θερμοί πολύ προτού προλάβει να εμφανιστεί κάποιο είδος νοήμονος ζωής.


Κατά τα τελευταία 500 εκατομμύρια χρόνια, διάστημα για το οποίο διαθέτουμε αποδεικτικά στοιχεία για το κλίμα που επικρατούσε στη Γη, η θερμοκρασία στην επιφάνεια του Ήλιου αυξήθηκε κατά 4%, ενώ στη Γη κατά περίπου 10%.


Όμως η γεωλογική ιστορία δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι η μέση θερμοκρασία πέφτει. Κάνοντας μερικούς απλούς υπολογισμούς προκύπτει ότι σε όλη την ιστορία της ζωής, οι θερμοκρασίες έπρεπε να έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν 100 °C. Αν αυτό ήταν αλήθεια, τα πρώτα ίχνη ζωής θα έπρεπε να έχουν προκύψει σε έναν τελείως παγωμένο πλανήτη. Ωστόσο, η νεαρή Γη είχε νερό σε υγρή μορφή στην επιφάνειά της. Τι συνέβη λοιπόν; Η απάντηση είναι ότι αλλάξαμε κι εμείς, όχι μόνο ο Ήλιος.


Η Γη εξελίχθηκε με την εμφάνιση των φυτών περίπου 400 εκατομμύρια χρόνια πριν, αλλάζοντας τη σύνθεση της ατμόσφαιρας και την ποσότητα της θερμότητας που η Γη αντανακλά πίσω στο διάστημα.
Υπήρξαν ακόμη γεωλογικές αλλαγές με τις ηπειρωτικές περιοχές να αυξάνονται σταθερά μέσα στο χρόνο καθώς η ηφαιστειακή δραστηριότητα προσέθετε μάζα στη γη και, επίσης, είχε μια επίδραση στην ατμόσφαιρα και τη ανακλαστικότητά της.


Αξίζει να σημειωθεί, ότι η βιολογική και γεωλογική εξέλιξη γενικά παρήγαγε και ψύξη και αυτό ισορρόπησε κάπως τα πράγματα. Σε κάποιες περιόδους η ισορροπία αυτή ήταν πιο αργή και σε άλλες πιο γρήγορη, με αποτέλεσμα η Γη να θερμαίνεται περισσότερο, ή το αντίστροφο, ωστόσο από τη στιγμή που εμφανίστηκε για πρώτη φορά ζωή, το υγρό νερό δεν εξαφανίστηκε ποτέ εντελώς από την επιφάνειά της.


Ο πλανήτης μας κατάφερε σχεδόν από θαύμα να ισορροπήσει την κλιματική αλλαγή για 4 δισεκατομμύρια χρόνια. Κάπως έτσι αναπτύχθηκε η υπόθεση της Γαίας. Η θεωρία της Γαίας είναι μια κατηγορία επιστημονικών μοντέλων της γεωβιόσφαιρας σύμφωνα με τα οποία η ζωή υποθάλπει και διατηρεί τις κατάλληλες συνθήκες για τον εαυτό της βοηθώντας στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος στην Γη κατάλληλου για την διατήρηση και τη συνέχεια της.


Άλλοι κατοικήσιμοι πλανήτες στο σύμπαν θα πρέπει επίσης να έχουν βρει τρόπους για να προλάβουν την υπερθέρμανση, καταλήγει ο Dr Waltham. Οι υγροί πλανήτες που θα είναι κατάλληλοι για ύπαρξη ζωής θα έχουν τέτοιο κλίμα που, όπως η Γη, θα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Το σύμπαν είναι αχανές και ίσως ελάχιστοι κόσμοι να είχαν με το μέρος τους την “τύχη” που είχε ο δικός μας πλανήτης.


Ίσως η Γη να ήταν ένας από αυτούς τους “τυχερούς πλανήτες”: ένα πολύτιμο, εύθραυστο κόσμημα του διαστήματος. Ίσως, λοιπόν, αναπόφευκτα η κλιματική αλλαγή να παραμείνει ένα “εμπόδιο” για τη συνέχιση της ύπαρξης ζωής σε άλλους πλανήτες.

* Royal Holloway University of London, Department of Earth Sciences

Share this post